- μαθητιώ
- (AM μαθητιῶ, -άω)έχω έφεση για μάθησηνεοελλ.-μσν.είμαι μαθητής, μαθητεύω («η μαθητιώσα νεολαία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαθητής + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγ-ιάω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαθητιῶ — μαθητιάω wish to become a disciple pres imperat mp 2nd sg μαθητιάω wish to become a disciple pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μαθητιάω wish to become a disciple pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μαθητιάω wish to become a disciple… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασχητιώ — άω Α κατέχομαι από επιθυμία να έλθω σε σαρκική μίξη, ιδίως παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού ρ. πάσχω*, που σχηματίστηκε με την επιθηματική επαύξηση ητιάω / ητιῶ (πρβλ. μαθητιῶ, βινητιῶ) από ονόματα σε ητ(ής) και το επίθημα ιάω, που αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek